- καρποφορίᾳ
- καρποφορίᾱͅ , καρποφορίαfruit-bearingfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καρποφορία — καρποφορίᾱ , καρποφορία fruit bearing fem nom/voc/acc dual καρποφορίᾱ , καρποφορία fruit bearing fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρποφορία — η (AM καρποφορία) [καρποφόρος] η παραγωγή καρπών, η γονιμότητα, η ευφορία … Dictionary of Greek
καρποφορία — η παραγωγή καρπών, ευφορία: Φέτος είχαμε μεγάλη καρποφορία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καρποφορίας — καρποφορίᾱς , καρποφορία fruit bearing fem acc pl καρποφορίᾱς , καρποφορία fruit bearing fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρποφορίαι — καρποφορίᾱͅ , καρποφορία fruit bearing fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρποφορίαν — καρποφορίᾱν , καρποφορία fruit bearing fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρποφοριῶν — καρποφορία fruit bearing fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρποφορίαις — καρποφορία fruit bearing fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
плодоносиѥ — ПЛОДОНОСИ|Ѥ (18), ˫А с. 1.Плодоношение: начатокъ есть плодъносию цвѣтъ. та же по томъ плодъ. ИларПосл XI сп. XIV/XV, 198; пло(д)носенъ да буде(т) виногра(д)… и сверша˫асѧ. исходить на плодоносиѥ. и тако посѣкаетсѧ… окоповаетсѧ розги ѿсѣкають ему… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… … Dictionary of Greek